κουρελοντυμένος

κουρελοντυμένος
-η, -ο
ντυμένος με κουρέλια, κουρελιάρης, ρακένδυτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουρελοντυμένος — η, ο κουρελιάρης, κουρελής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουρελοφορεμένος — η, ο κουρελοντυμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”